ρεπόρ

ρεπόρ
το, Ν
1. μεταφορά χρηματιστηριακών πράξεων σε μεταγενέστερη προθεσμία από εκείνην που είχε συμφωνηθεί
2. το ποσόν που καταβάλλεται ως αποζημίωση αυτής τής μεταφοράς, μεταφορικός τόκος"
3. η διαφορά μεταξύ τής τιμής προθεσμίας και τής τιμής τοῑς μετρητοίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. report (< λατ. reporto «επαναφέρω, ανακομίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντεπόρ — το άκλ. χρηματιστηριακός όρος που σημαίνει τη διαφορά μεταξύ τής τιμής σε μετρητά και τής τιμής με προθεσμία όταν η δεύτερη είναι μικρότερη από την πρώτη, σε αντιδιαστολή με το ρεπόρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deport < de + report, χρηματιστηριακός… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”