- ρεπόρ
- το, Ν1. μεταφορά χρηματιστηριακών πράξεων σε μεταγενέστερη προθεσμία από εκείνην που είχε συμφωνηθεί2. το ποσόν που καταβάλλεται ως αποζημίωση αυτής τής μεταφοράς, μεταφορικός τόκος"3. η διαφορά μεταξύ τής τιμής προθεσμίας και τής τιμής τοῑς μετρητοίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. report (< λατ. reporto «επαναφέρω, ανακομίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.